present tense - ing, past tense - ed, plural - s / es , one who / compares 2 things - er / or , how (adverb) - ly, the act of, state of - ion (sion, tion), action or process - ment, full of - full, without - less,

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;