תַלְמִיד, תַלְמִידָה, איש, אישָה, יֶלֶד, יַלְדָה, אִמָא,

2 -II עברית מן ההתחלה יחידה

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;