cept - to take or hold, count - to count, fect - to do or make, gress - to step or go, just - to join, nul - none, quaint - pleasing, quit - to stop, range - line,

10.4 Latin Roots Matching

από

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;