巨人 - 身形高大的人, 出遠門 - 離開家,去一個很遠的地方, 拜訪朋友 - 去朋友家看他, 趁著 - 利用, 漫長 - 長,久, 綻放 - 開, 恍然大悟 - 突然明白, 愚笨 - 不聰明, 高興極了 - 非常高興, 自私 - 只管自己不管他人,

από

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;