погоджуватися - übereinstimmen mit Dat. / in Dat., вмовляти, переконувати - überreden zu Dat., мати, розпоряджатися - verfügen über Akk., вести переговори, домовлятися - verhandeln über Akk., постачати, забезпечувати - versorgen mit Dat., вказувати, звертати чиюсь увагу (на щось), робити відсилку на щось - verweisen auf Akk., відмовлятися - verzichten auf Akk., порушувати - verstoßen gegen Akk., переплутати - verwechseln mit Dat., вважати, відносити - zählen zu Dat., пояснювати (щось ч-сь) - zurückführen auf Akk., бути пов'язаним - zusammenhängen mit Dat., зіштовхуватися - zusammenstoßen mit Dat., не вистачати - fehlen an Dat., вмовляти, переконувати - überreden zu Dat., бути придатним (підходити) - geeignet sein für Akk., бути нажаханим - entsetzt sein über Akk., бути рішучим - entschlossen sein zu Dat., бути зацікавленим - interessiert sein an Dat., бути втомленим. - müde sein von Dat.,
0%
Präposition
Μοιραστείτε
από
Juliakozub168
Німецька
Επεξεργασία περιεχομένου
Ενσωμάτωση
Περισσότερα
Κατάταξη
Εμφάνιση περισσότερων
Εμφάνιση λιγότερων
Ο πίνακας κατάταξης είναι ιδιωτικός. Κάντε κλικ στην επιλογή
Μοιραστείτε
για να τον δημοσιοποιήσετε.
Ο πίνακας κατάταξης έχει απενεργοποιηθεί από τον κάτοχό του.
Ο πίνακας κατάταξης είναι απενεργοποιημένος, καθώς οι επιλογές σας είναι διαφορετικές από τον κάτοχό του.
Επαναφορά επιλογών
Συλλαβίστε τη λέξη
είναι ένα ανοικτό πρότυπο. Δεν δημιουργεί βαθμολογίες πίνακα κατάταξης.
Απαιτείται σύνδεση
Οπτικό στυλ
Γραμματοσειρές
Απαιτείται συνδρομή
Επιλογές
Αλλαγή προτύπου
Εμφάνιση όλων
Θα εμφανιστούν περισσότερες μορφές καθώς παίζετε τη δραστηριότητα.
Ανοιχτά αποτελέσματα
Αντιγραφή συνδέσμου
Κωδικός QR
Διαγραφή
Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου:
;