suffix -ed (d): skilled, dulled, yelled, shelled, buzzed, filmed, longed, suffix -ed (t): jumped, crushed, masked, stamped, pinched, taxed, winked,

6.2 monosyllable -ed word sort (d) & (t)

από

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;